γραμματοσημοπώλης

γραμματοσημοπώλης
και γραμματοσημοπωλητής ο
πωλητής γραμματοσήμων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γραμματόσημο + -πώλης < πωλώ. Η λ. γραμματοσημοπώλαι μαρτυρείται από το 1824 στην εφημερίδα Εστία Εφημερίς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”